ροοστάτης

ροοστάτης
ο реостат

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ροοστάτης" в других словарях:

  • ροοστάτης — Μεταβλητή αντίσταση που χρησιμοποιείται για τη ρύθμιση του ρεύματος που ρέει σε ένα ηλεκτρικό κύκλωμα. Η μεταβολή της αντίστασης αυτής μπορεί να είναι ασυνεχής ή συνεχής. Στην πρώτη περίπτωση (ρ. με άλματα) ο ρ. αποτελείται από μια σειρά… …   Dictionary of Greek

  • ροοστάτης — ο βλ. ρεοστάτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κινητήρας — Μηχανή η οποία παράγει μηχανική ενέργεια απορροφώντας ενέργεια άλλης μορφής, συνηθέστερα θερμική, ηλεκτρική ή υδραυλική. Η ποσότητα της απορροφώμενης ενέργειας είναι πάντοτε μεγαλύτερη από την ποσότητα της παραγόμενης, εξαιτίας των απωλειών που… …   Dictionary of Greek

  • ρεοστάτης — ο, Ν βλ. ροοστάτης …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»